Χθες, Πέμπτη, 31 Ιουλίου 2025, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που εισάγει νέους δασμούς, από 15% έως 41%, σε εισαγωγές από περισσότερες από 67 χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικό έλλειμμα.
“Οι δασμοί, που θα τεθούν σε ισχύ στις 7 Αυγούστου, αποσκοπούν στην «αναδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορίου» υπέρ των Αμερικανών εργαζομένων, σύμφωνα με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου”
Η απόφαση, που ελήφθη λίγες ώρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας για εμπορικές συμφωνίες, προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις παγκοσμίως.
Οι «ανταποδοτικοί δασμοί», όπως τους χαρακτηρίζει ο Τραμπ, καλύπτουν 67 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
“Η ΕΕ κατέληξε σε συμφωνία για δασμό 15% στα περισσότερα προϊόντα, με μηδενικούς δασμούς σε στρατηγικά είδη, όπως αεροσκάφη και χημικές ουσίες”
Άλλες χώρες, όπως η Νότια Αφρική (30%), η Ινδία (25%), η Ταϊβάν (20%) και το Ισραήλ (15%), αντιμετωπίζουν χαμηλότερους δασμούς, ενώ η Ελβετία (39%!), η Βιρμανία και το Λάος (40%) και η Συρία (41%) πλήττονται από υψηλότερους. Χώρες με εμπορικό πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ θα υπόκεινται σε δασμό 10%, ενώ αυτές με μικρό έλλειμμα σε 15%.
Ιδιαίτερη προσοχή έχει προσελκύσει η απόφαση για τον Καναδά, τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ. Μέσω ξεχωριστού διατάγματος, οι δασμοί στον Καναδά αυξήθηκαν από 25% σε 35%, με άμεση ισχύ από την 1η Αυγούστου.
Ο Λευκός Οίκος δικαιολόγησε την αύξηση επικαλούμενος την «αδράνεια» του Καναδά στη διακίνηση φαιντανύλης, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα «εθνική έκτακτη ανάγκη». Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι λιγότερο από 0,2% της φαιντανύλης που κατασχέθηκε το 2024 προήλθε από τον Καναδά, εγείροντας ερωτήματα για τη βάση της απόφασης.
Η καθυστέρηση της εφαρμογής των δασμών μέχρι τις 7 Αυγούστου αποδίδεται στην ανάγκη τεχνικής προετοιμασίας από τις τελωνειακές αρχές, όπως δήλωσε ανώτατος αξιωματούχος της κυβέρνησης. Η κίνηση αυτή δίνει επίσης περιθώριο σε χώρες όπως η Ταϊβάν, που αντιμετωπίζει προσωρινό δασμό 20%, να ολοκληρώσουν διαπραγματεύσεις για χαμηλότερα ποσοστά.
“Η στρατηγική του Τραμπ βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα εμπορικά ελλείμματα αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια και την οικονομία των ΗΠΑ”
Το διάταγμα τονίζει ότι ορισμένοι εταίροι δεν προσέφεραν επαρκείς όρους για την εξισορρόπηση των εμπορικών σχέσεων ή δεν ευθυγραμμίστηκαν με τις αμερικανικές προτεραιότητες σε θέματα ασφάλειας. Παράλληλα, ο Τραμπ διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων συμφωνιών, με τον αξιωματούχο να δηλώνει ότι «περισσότερες συμφωνίες θα ανακοινωθούν σύντομα».
Οι αντιδράσεις διίστανται
Η Πρόεδρος του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ, εξασφάλισε 90 ήμερη παράταση για διαπραγματεύσεις, διατηρώντας τον δασμό στο 25%. Αντίθετα, ο Καναδάς επέκρινε την κίνηση, με την Candace Laing της Καναδικής Επιμελητηριακής Ένωσης να χαρακτηρίζει τις κατηγορίες για τη φαιντανύλη «αβάσιμες».
“Οι αγορές, σύμφωνα με την οικονομολόγο αναλύτρια των Moody’s Illiana Jain, παραμένουν επιφυλακτικές, περιμένοντας να δουν αν οι δασμοί είναι οριστικοί ή μέρος συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων”
Οι επικριτές προειδοποιούν ότι οι δασμοί μπορεί να πυροδοτήσουν αντίποινα, αυξάνοντας τις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές και διαταράσσοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Υποστηρικτές, ωστόσο, θεωρούν ότι ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση των ΗΠΑ. Το ερώτημα παραμένει, θα οδηγήσουν οι δασμοί σε ισορροπημένες εμπορικές σχέσεις ή σε έναν νέο γύρο εμπορικών εντάσεων;
Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις των δασμών στην οικονομία της Ελλάδας
Τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα, όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, το διυλισμένο πετρέλαιο, το αλουμίνιο και το μάρμαρο, θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους στην αμερικανική αγορά. Οι νέοι δασμοί 15% μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές, περιορίζοντας μεσοπρόθεσμα τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα αγροτικά, όπως το ελαιόλαδο και τα τυριά.
“Το πετρέλαιο, αν και λιγότερο ευαίσθητο λόγω της ανελαστικής ζήτησης, μπορεί να δει μειωμένα περιθώρια κέρδους για τις ελληνικές εταιρείες”
Η ελληνική οικονομία ενδέχεται να αντιμετωπίσει προκλήσεις, καθώς οι ΗΠΑ απορροφούν το 4,7% των εξαγωγών της.
Οι εταιρείες οι οποίε βασίζονται στις εξαγωγές στις ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν νέα δεδομένα, αλλά και προκλήσεις ώστε να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τον απολεσθέντα τζίρο από νέες αγορές κυρίως από την Μέση Ανατολή, Κίνα και Άπω Ανατολή.
Source: Politico